πρωτοκωμήτης

πρωτοκωμήτης
πρωτοκωμήτης
head man of a village
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρωτοκωμήτης — ὁ, ΜΑ Ο επικεφαλής τών κατοίκων κώμης, ο κοινοτάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κωμήτης (< κώμη)] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοκωμήτου — πρωτοκωμήτης head man of a village masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοκωμήτῃ — πρωτοκωμήτης head man of a village masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπρωτοκωμήτης — ὁ, [πρωτοκωμήτης] αυτός που είναι πρωτοκωμήτης* μαζί με άλλον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”